Τα Κύμβαλα του Πολέμου

M.Γκολγκάκη

1 min read

Αργά και σταθερά με απαράμιλλη επιμονή, η αράχνη ύφαινε τον ιστό της τόσο περίτεχνα, που την ζήλευαν ακόμη και τα πιο θηριώδη ζώα της ζούγκλας. Το σχέδιο της επίθεσης, μέρος της ύπαρξης της, ιδιοφυές ως προς τη σύλληψη του. Κι έμενε εκεί σκοπίμως ορατή στα μάτια των θηραμάτων της ώστε να μην κινήσει υποψίες. Ο μετωπικός άνεμος δεν τη σταματούσε, ποιος ο λόγος άλλωστε, αυτός ο ιστός ήταν πλέον το δίχτυ ασφαλείας της, να τη κρατά εκεί για όσο χρειαστεί, μακριά από το μουσκεμένο έδαφος, αυτό που προοριζόταν για τους κατώτερους, τους λιγότερο ανδρείους.

Η ανάγκη τους για άνοδο έμεινε ανικανοποίητη για πολύ καιρό έως ότου ήχησαν τα κύμβαλα του πολέμου και το δίχτυ άρχισε να πάλλεται. Ήταν η ευκαιρία τους να βγουν από τις στριμωγμένες, στενάχωρες φωλιές τους, σαθρός καθώς ήταν ο ιστός η επιθυμία θα γινόταν πραγματικότητα. Όμως κάτι τους κράταγε πίσω. «Είναι δυνατόν», αναρωτιόντουσαν με δυσπιστία «μπορούμε εμείς τόσο μικροί να διεκδικήσουμε αυτό που μας ανήκει, την ελευθερία μας;». Τι τρελή σκέψη κι αυτή, πως τόλμησαν αλήθεια; Θα τα ‘βαζαν με έναν εχθρό που δεν είχε κώδικα τιμής; Και ενώ ένιωθαν πιθανοί υποψήφιοι της λύσσας που την είχε κυριεύσει καθώς ο ιστός έχανε την ελαστικότητα του, αυτή θρεφόταν από τον φόβο που γένναγε. Αυτός ο φόβος, ξεπέρναγε κάθε ένστικτο για επιβίωση, κάθε λογική, αφού δεν εστίαζε πλέον στο τι συμβαίνει τώρα όσο στο τι μέλλει γενέσθαι. Έμοιαζε τόσο πολύ με ανημποριά, τόσο με χυδαιότητα.

 

Αγαπητοί μου φίλοι, τα κύμβαλα ήχησαν δυνατά ενώ παράλληλα η πίστη ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι ασφαλής έχει πλέον κλονιστεί. Η ζημιά ανεπανόρθωτη, η πληγή από το τραύμα ακόμη ανοιχτή και το αίμα που κυλάει καταλήγει στο κενό, πάει χαμένο σε έναν αγώνα που οι πεσόντες  δε θα λάβουν ποτέ μετάλλιο ανδρείας. Δεν θα γραφτούν γι’ αυτούς ποιήματα, δεν θα τους εξυμνήσει ποτέ κανείς, παράπλευρες απώλειες καθώς είναι μιας νέας τάξης πραγμάτων. Και θα στέκουν πάντα εκεί, φωνάζοντας με όλη τους τη δύναμη στο σκοτάδι με την ελπίδα πως θα ακουστούν: «Ήμουν πατέρας, ήμουνα γιός, ήμουνα κάποιου η φίλη, κάποτε είχα όνομα.»



Πόσο λαχταράω, εγώ, ένα τίποτα μπροστά στο μεγαλείο και την απεραντοσύνη του σύμπαντος, να καταφέρω να αλλάξω τη μοίρα μου, να κατευθύνω το πεπρωμένο μου, να ξεφύγω από τον ιστό της αράχνης. Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω να ανάψω ένα τσιγάρο. Ο νυχτερινός ανοιξιάτικος αέρας κρύος, τον νιώθω στο πρόσωπο μου και τα μάτια μου δακρύζουν. Απλώνω τα χέρια ψηλά σαν να θέλω να πιάσω τον ουρανό και να αγγίξω το φεγγάρι. Με κάποιον τρόπο, αυτή η παγωνιά ζεσταίνει την καρδιά και τη ψυχή μου.

Η γη είναι ασυνήθιστα άγονη,

 έγραψε ο στρατιώτης στο ημερολόγιο του,

 Ο άνεμος σύντομα θα δυναμώσει

Όμορφος κόσμος, ακόμη και τώρα,

λίγο πριν την έναρξη της μάχης.