«Πάντως τότε, μπορεί σε τίποτε άλλο να μην τον παίρναμε στα σοβαρά, αφού αυτό μας έβγαινε αυθορμήτως να πράττουμε ως άμυνα έναντι της γενικότερης πλοιαρχικής συμπεριφοράς του μέσα στο σπίτι, μπορεί επίσης με τις βιβλιοθήκες του, παρά τις εντολές και τις συνεχείς παραινέσεις του, να μην ασχολήθηκε ουσιαστικά ποτέ κανείς μας πλην της αδελφής μου, της Ιωάννας, η οποία τις είχε πάρει ράφι προς ράφι και διάβαζε τα πάντα, ένα προς ένα από μικρή· τις γνώσεις του όμως περί βιβλίων και συγγραφέων, αν και μας ήταν παντελώς άχρηστες και αδιάφορες αφού δεν μας ενδιέφερε διόλου το αντικείμενο, δεν είχαμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε. Έτσι, εκείνο το απόγευμα δεν μπορούσε και δεν ήθελε φυσικά κανείς μας να αντιπαρατεθεί στα όσα υποστήριζε για την ποιότητα της γραφής μου. Ιδίως εγώ, που όσο τον άκουγα ένιωθα πως κρυφοφτερούγιζε μέσα μου, έτοιμη να απογειωθεί ξανά, η ισοπεδωμένη μου αυτοπεποίθηση, μετά το ερωτικό στραπάτσο που είχα βιώσει για πρώτη φορά στη ζωή μου λίγες ώρες πρωτύτερα και με είχε οδηγήσει σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση πλήρους αυτοακύρωσης.»
Τον Ζαχαρία Μελιτάκη τον έριξε στη συγγραφή ένας ύπουλος συνδυασμός πατρικής χειραγώγησης και ερωτικής απογοήτευσης. Τα απόνερα της Σοφίας τον πήραν και τον σήκωσαν. Βρήκε όμως σωσίβιο να πιαστεί στα δέντρα της Αθήνας.
Γιάννης Μακριδάκης
Αθήνα
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
2022
σ. 264
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
ISBN: 978-960-05-1834-4
Γλώσσα πρωτοτύπου: ελληνικά
Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία
Κυκλοφορεί