Υπάρχει ένα συμβάν που σηματοδότησε την απαρχή της αμφιβολίας μου για τον κόσμο. Ίσως, σκέφτηκα τεσσάρων χρονών ή πέντε πρέπει να ήμουν, ότι ο κόσμος δεν είναι όπως τα παραμύθια.
Η ανάμνηση κινείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Δύσκολο να πω, όμως ακόμα αισθάνομαι αυτό το άγγιγμα και ακόμα με στοιχειώνει το βλέμμα του ζώου.
Είχε έρθει στην πόλη μου ένα πλανόδιο τσίρκο. Πρέπει, όπως κάθε παιδί, να ήθελα να πάω. Θυμάμαι έντονα ότι κάτι τέτοιες επισκέψεις στο νησί ήταν σπάνιες και τα θεωρούσαμε μεγάλα γεγονότα.
Από εκεί και μετά δεν θυμάμαι τίποτα άλλο παρά αυτή την συγκεκριμένη σκηνή:
Ένα συνωστισμένο μακρόστενο χώρο κάτι σαν κοντέινερ, τότε μου φάνταζε σαν βαγόνι τρένου και το χέρι του γονέα μου, δεν θυμάμαι εάν ήταν της μητέρας ή του πατέρα μου να μου κρατάει σφιχτά το αριστερό μου χέρι. Θυμάμαι εμένα απελπισμένη από το σπρώξιμο και φοβισμένη από τον κόσμο να αρπάζω- για να στηριχτώ- με την μικρή δεξιά μου παλάμη ένα κάγκελο. Τότε, νιώθω ένα χέρι να αγκαλιάζει τα δάχτυλά μου. Αισθάνομαι ακόμα τη ζεστασιά του.
Τρομαγμένη γυρίζω να κοιτάξω και συνειδητοποιώ ότι ήταν ένας γορίλας σε ένα από τα κλουβιά. Τραβάω αμέσως το χέρι μου.
Η μνήμη μου ανέκαθεν φωτογραφική αποθανάτισε τη στιγμή που τα βλέμματα μας ενώθηκαν. Τότε πια στο σπίτι αναστοχαζόμενη τη σκηνή με όλες τις λεπτομέρειες προσπάθησα να αποκωδικοποιήσω τι πραγματικά είχε συμβεί, αφαιρώντας τον φόβο μου.
Ο γορίλας είχε αλυσίδες και ήταν σε κλουβί. Το πιο βασικό, ήταν μόνος.
Το βλέμμα του κάθε άλλο παρά επιθετικό ήταν. Εκείνη την ώρα ένιωσα τη μοναξιά και την απόγνωση του κόσμου όλου. Το μόνο που ήθελε ο γορίλας ήταν να αγγίξει με αγάπη ένα παιδί που φοβόταν. Ίσως και να το παρηγορήσει. Να μου πει να μην φοβάμαι τους ανθρώπους γύρω μου. Εκείνος ή εκείνη φαινόνταν να αναγνωρίζει τον πόνο που του προκαλούσαν. Μου είχε πιάσει με μια πρωτόγνωρη ενσυναίσθηση το χέρι και εγώ το τράβηξα απότομα. Έγινα ένας από αυτούς που τον έβαλαν στο κλουβί, τον κοιτούσαν σαν αξιοθέατο και του προκαλούσαν τον καθημερινό πόνο του εγκλεισμού, του μαρτυρίου, της μοναξιάς.
Αυτός, όμως, είχε και τη δύναμη και την ευκαιρία να μου κάνει κακό, να εκδικηθεί στο σώμα ενός παιδιού την ανθρωπότητα. Δεν το έκανε.
Του τα στέρησαν όλα, αλλά όχι την ανθρωπιά, αυτή που δεν είχαν οι άνθρωποι στο βαγόνι.
Είχε εγκαταλείψει ο γορίλας τον εαυτό του στη μοίρα που του επιφύλαξαν οι δέσμιοί του. Τι να έκανε άλλωστε;
Και εγώ τράβηξα το χέρι.
Ήμουν 5; Ήταν όνειρο; Ποιος ξέρει; Για εμένα δεν ήταν αυτό το βαγόνι μια όμορφη εμπειρία όπως για τα άλλα τα παιδιά. Εγώ εκεί γνώρισα τον πόνο των ζωντανών-νεκρών. Ποτέ δεν έβλεπα ό,τι έβλεπαν τα μικρά παιδιά. Πάντα κοίταζα τα βλέμματα και έψαχνα βαθιά στην κόρη των ματιών αυτό που η λαλιά έκρυβε. Και κάπως έτσι ποτέ δεν συμφιλιώθηκα με την ανθρώπινη φύση μου. Δεν κατάφερα να ενσωματωθώ στην κοινωνία που τόσο οικτρά συνεχίζει να με απογοητεύει.
Ένα είναι σίγουρο, σαράντα χρόνια πέρασαν και δεν υπάρχει μέρα που να μην μετανιώνω για το χέρι που τράβηξα.