Με τον Νίκο Ζάππα γνωριστήκαμε τον περασμένο Ιούνιο στον εκδοτικό οίκο “Books with Shoes”. Αυτό που αισθάνθηκα εξ αρχής είναι, ότι είναι ένας ιδιαίτερα προσιτός και φιλικός άνθρωπος. Ο Νίκος Ζάππας για όσους δεν τον γνωρίζουν είναι εικαστικός, σκηνοθέτης και δημοσιογράφος.Τελευταία του δουλειά, η ταινία κινουμένων σχεδίων με τίτλο “Η γαστρονομία του αρχαίου ελληνικού κόσμου” που παρουσιάστηκε στο “1ο Συμπόσιο ελληνικής γαστρονομίας” που διοργάνωσε ο “Ε.Ο.Τ.” στις αρχές Απριλίου του 2022, στο ξενοδοχείο “Saint George Lycabettus”. Αυτήν την περίοδο, ετοιμάζει για το κανάλι της Βουλής μια σειρά εκπομπών οδοιπορικού χαρακτήρα, με τίτλο “Γωνιές της Χίου”.
Νίκο, μας τιμά η παρουσία σου στο περιοδικό. Σε ευχαριστούμε πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ για την τιμή αυτή και εύχομαι καλή επιτυχία στο έργο σας.
Θα ήθελα πολύ με αφορμή αυτήν τη συνέντευξη, να μάθουμε για τα παιδικά και νεανικά σου χρόνια, αυτά τα οποία είναι τα πρώτα χρόνια που σε διαμόρφωσαν.
Υπόσχομαι να είμαι κατά το δυνατότερο ειλικρινής, σύντομος και περιεκτικός!
Γεννήθηκες στην Αμερική το 1970 και ήρθες στην Ελλάδα το 1979. Πως ήταν αυτά τα χρόνια και πως σε επηρέασαν στη μετέπειτα εξέλιξή σου;
Η πρώτη αυτή δεκαετία του 1970-1979 αποτελεί μια περίοδο καθοριστικής σημασίας για μένα. Γεννήθηκα λοιπόν στο San Jose της Καλιφόρνιας το 1970. Ο πατέρας μου εργαζόταν ως μηχανουργός – μηχανικός σε ένα εργοστάσιο και η μητέρα μου ήταν στο σπίτι μεγαλώνοντας εμένα και την αδελφή μου, την Άντζελα. Έτσι πηγαίνω σε αμερικάνικο δημοτικό σχολείο και βιώνω την καθημερινότητα όπως τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μου, βεβαίως στον βαθμό που μου επιτρέπει η οικογένειά μου (οι γονείς μου οι οποίοι στην καταγωγή είναι Έλληνες). Αυτό σημαίνει, ότι μπορεί να μιλάω αγγλικά, να έχω φίλους αμερικανάκια, να παρακολουθώ αμερικάνικη τηλεόραση, να συμμετέχω στον κοινωνικό μου κύκλο σαν αμερικανός πολίτης, αλλά έχοντας και υποχρεώσεις ως προς την ελληνική μου ταυτότητα. Αυτό στο σπίτι ήταν ξεκάθαρο – Νόμος.
Έτσι μετά το σχολείο, σειρά έχει το δεύτερο σχολείο στο σπίτι, με δασκάλα τη μητέρα μου η οποία με περιμένει κάθε μέρα με μια ντάνα βιβλία της αντίστοιχης ελληνικής σχολικής τάξης στο τραπέζι της κουζίνας. Αυτό συμβαίνει κάθε σχολική ημέρα, από το νηπιαγωγείο μέχρι και την τρίτη δημοτικού που θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα.
Η μανία μου ήταν το σχέδιο, η τηλεόραση, η κάμερα Super 8mm και το μοντάζ ήταν για μένα παιχνίδι κανονικό, αλλά και η παρατήρηση κάθε μηχανισμού, κάθε γραφήματος, η ανάλυση κάθε κειμένου (π.χ. στο πίσω μέρος μιας σοκολάτας) ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου.
Παράλληλα είμαι άμεσα συνδεδεμένος με την ευρύτερη οικογένειά μου. Παππούς, γιαγιά και αγαπημένα ξαδέρφια αποτελούν το κυρίως μέρος της διασκέδασής μου, γιατί συνδέονται με την οικογένεια αφενός και αφετέρου αυτές οι συγγενικές σχέσεις φέρουν αυτόν τον μαγευτικό κώδικα της ελληνικότητας.
Έτσι μπορώ τώρα με τη χρονική απόσταση που με χωρίζει από την περίοδο αυτή, να πω με βεβαιότητα πως η “Αμερικάνικη περίοδός μου” με επηρέασε καλλιτεχνικά σε μεγάλο βαθμό αφού η Καλιφόρνια της περιόδου αυτής αποτελεί την κοιτίδα της ποπ, του κινηματογράφου και των νέων ιδεών της εποχής. Παράλληλα ενώ βρίσκομαι σε αυτήν (Καλιφόρνια), ονειρεύομαι ένα άγνωστο σύμπαν μέσα από τη γλώσσα, τη μουσική και τις αφηγήσεις, που είναι η Ελλάδα και για την οποία ακούω διαρκώς από μωρό, ότι μια μέρα θα πάμε εκεί και θα ζήσουμε εκεί.
Ερχόμενος στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1979, την ερωτεύομαι ακαριαία! Νιώθω ότι οι γονείς μου είναι χαρούμενοι, όλοι μιλούν ελληνικά – τέρμα το διπλό σχολείο – φτου ξελευθερία ήταν το σύνθημα! Παράλληλα όμως το “αμερικανάκι” μέσα μου συνεχίζει να κάνει αυτό που έκανε χθες – προχθές κλπ. Να έχω αμείωτο ενδιαφέρον στην παρατήρηση των ανθρώπων, στην τέχνη της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, στην αναζήτηση των μηνυμάτων και του οποιουδήποτε καλέσματος μπορεί να αποτελέσει αφετηρία έμπνευσης.
Στην ουσία του ζητήματος, σήμερα μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι η λαχτάρα μου για την Ελλάδα παραμένει ονειρική, μαγευτική όπως και τότε, αλλά και η λαχτάρα μου για την Αμερική που βίαια αποχωρίστηκα, παραμένει ίδια ασχέτως αν μιλάμε για μια Αμερική του προηγούμενου αιώνα.
Τι σε τράβηξε πρώτα, η δημοσιογραφία, τα εικαστικά ή η σκηνοθεσία. Με ποια σειρά έγιναν τα πράγματα;
Για την οικογένειά μου δεν υπήρχε ο όρος εικαστική τέχνη ή εικαστικός.
Ήταν τέτοια η ταχύτητα με την οποία οι γονείς μου μετανάστευσαν, δούλεψαν και πολλαπλασιάστηκαν που δεν πρόλαβαν να πάρουν χαμπάρι.
Προσωπικά λοιπόν, δεν είχα ως επιλογή την τέχνη. Ποιά τέχνη σου λέει, εδώ ο κόσμος καίγεται, η επιβίωση δεν εξασφαλίζεται με την τέχνη. Τελεία και παύλα.
Από τη μία λοιπόν παρακολουθούσα τις διανοητικές εξελίξεις να εισάγονται με τρικυμιώδη ταχύτητα μέσα από τις συνδυαστικές διεργασίες της κοινωνικοπολιτικής μετάβασης που βίωνε η Ελλάδα του ’80, και από την άλλη, η αγορά ενός διπλού άλμπουμ των Led Zeppelin κόστιζε τότε στο “Happening” όσο τρία μεροκάματα του πατέρα μου. Άρα έπρεπε πάση θυσία να χωθώ στη ζωή, να φτιάξω το δικό μου δίκτυο αφού δεν ήξερα κανέναν να με κατατοπίσει, και με σκληρή δουλειά να αποδείξω στην πράξη ότι η απόφασή μου να είμαι “καλλιτέχνης” δεν είναι αποτέλεσμα μια ρομαντικής ιδέας ή γενικευμένης τάσης όπως είναι σήμερα, αλλά, η κατασταλαγμένη κοσμοθεωρία μου, η συνειδητή μου επιλογή να ζω και να ανήκω σε αυτόν τον κόσμο με κάθε τίμημα!
Ποιες οι πρώτες εμπνεύσεις – αφετηρίες προβληματισμού
Τα στερεοφωνικά, οι φωτογραφικές μηχανές, οι πομποί ραδιοφώνου ήταν κεκτημένα πεδία για μένα. Και το εννοώ χωρίς ίχνος υπερβολής. Σχεδιάζα σε χαρτί το κύκλωμα, πήγαινα στο Μοναστηράκι, αγόραζα πλακέτες, τρανζίστορ, πυκνωτές, ό,τι χρειαζόταν και μετά έφτιαχνα όλο το σετ. Τροφοδοτικά, πομπούς, ενισχυτές σήματος, μόνο τα πικάπ αγοράζαμε και τα κασετόφωνα. Μέχρι ηχεία και κεραίες έφτιαχνα.
Αυτή λοιπόν η φάση της ενασχόλησής μου με τη ραδιοφωνία και τα ραδιοκύματα με καθόρισε. Ήξερα ότι ο κόσμος μου είναι αυτός. Σε αυτόν υπάρχουν όλες οι τέχνες.
Παράλληλα, εξελίσσω μια ιδιαίτερη κλήση στο ψάρεμα και στην ελεύθερη κατάδυση.
Τελειώνοντας το λύκειο και χωρίς να το καταλάβω, βρίσκομαι στον πρωταθλητισμό της ελεύθερης κατάδυσης και του αγωνιστικού ψαροτούφεκου με διακρίσεις και μετάλλια, ενώ από τη μανία που είχα, έφτασα να μετέχω σε ασκήσεις της “Ναυτικής Εβδομάδας” ως δύτης σε συνεργασία με τις ειδικές δυνάμεις.
Αυτή η ενασχόληση δεν με ενδιέφερε επαγγελματικά, αλλά ήταν το ποδαρικό που έκανα στη δημοσιογραφία, γράφοντας τα πρώτα μου κείμενα στο περιοδικό “Υποβρύχιος Κόσμος”. Εκεί, με παροτρείνει ο εκδότης του περιοδικού ο μέγιστος ευεργέτης μου και σπουδαίος δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Γύρας, να συνεχίσω το γράψιμο μιας και διαθέτω (όπως μου είπε γλαφυρά μια μέρα), όρεξη, φαντασία αλλά και περίσσια τρέλα.
Σύντομα βρίσκομαι στην εφημερίδα “Δημοκρατικός Λόγος” ως ασκούμενος ρεπόρτερ -διαβιβαστής. Η βάρδιά μου ήταν βραδινή και η αποστολή μου συγκεκριμένη: Να διαβάζω τα δελτία του φαξ και εν συνεχεία να κάνω διανομή των θεμάτων στους αντίστοιχους συντάκτες. Σύντομα κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους και οι ίδιοι μου ζητούσαν ή να συμπληρώσω κανά κομμάτι, ή να γράψω κάποιο σχετικά εύκολο ρεπορτάζ που μπορούσα και μόνος μου.
Εργαζόσουν παράλληλα;
Βέβαια, παράλληλα εργάζομαι στο εργοστάσιο “ΒΙΕΜ” όπου ο πατέρας μου ασκεί καθήκοντα μηχανουργού – εργοδηγού σχεδόν από τότε που ήρθαμε στην Ελλάδα.
Στο εργοστάσιο εργάζομαι ως κανονικός μάστορας στη μηχανουργία. Ωράριο 7.00 με 15.00. Τόρνος ακριβείας, τρυπάνια, φρέζες κλπ. Επίσης εργάζομαι παράλληλα τα Σαββατοκύριακα, με τον θείο μου τον Θεόφιλο που είχε τότε στο Χαλάνδρι μια γιάφκα – πρότυπο στούντιο μηχανουργικής, με τόρνο. Εκεί έμαθα συγκόλληση, στράντζα, ηλεκτροπόντα, και ήταν πιο ευχάριστα από το εργοστάσιο χωρίς συζήτηση, παρότι στο εργοστάσιο έμαθα όλη την γκάμα της σιδηρουργικής τέχνης και της βαριάς σιδηρουργίας. Για παράδειγμα, ένα πρωί με περιμένει ένα κομμάτι από το χυτήριο για να μετατραπεί σε εξάρτημα βαρέας βάσης γερανού της “ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ”. Το κομμάτι αυτό λοιπόν, με περιμένει κρεμασμένο από έναν γερανό στη μέση του δρόμου και ζυγίζει 10 τόνους. Αυτό πρέπει να το καθαρίσω με τροχό και σε 3 ώρες να παραδοθεί με τον εσωτερικό γερανό σε άλλη πτέρυγα του εργοστασίου, στη μεγάλη φρέζα ακριβείας για να γίνει σαν γυάλινο, με τρύπες και εσοχές από τους αρχιμαστόρους που μπορεί να ξόδευαν και μια εβδομάδα πάνω από αυτό το κομμάτι μέχρι να τελειώσει και να παραδοθεί. Εκεί ήταν πανεπιστήμιο κανονικό. Υπήρχε ένας μάστορας θυμάμαι, ο οποίος μετέτρεπε εκατοστά σε ίντσες σαν κομπιουτεράκι. Του έλεγες: πόσα εκατοστά είναι το τρίτο της ίντσας; και σου απαντούσε επιτόπου! Ήταν λατρεμένα χρόνια και είμαι ευγνώμων που γνώρισα τόσους και τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους!
Μέχρι πότε κρατά αυτή η περίοδος;
Όλα αυτά μέχρι το ιστορικό για τη ζωή μου 1991 όπου καταφέρνω από ασκούμενος να γίνω έμμισθος ρεπόρτερ στο ραδιόφωνο του “ΣΚΑΙ 100,4” και αποχαιρέτησα το εργοστάσιο οριστικά. Το γεγονός αυτό όμως τραυμάτισε τη σχέση με τον πατέρα μου, ο οποίος θεωρούσε αδιανόητο ότι στην περίοδο που ανοίγει η δουλειά, εγώ τα εγκαταλείπω για να γίνω καλλιτέχνης ή δημοσιογράφος. Και εγώ σήμερα – εδώ που τα λέμε – αδιανόητο το θεωρώ… Όμως η άγνοια του νέου ανθρώπου κρύβει δύναμη, και πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι αποτελεί ίσως αναγκαίο συστατικό σε κάθε προσπάθεια πρόοδου.
Τι συνέβη και από ασκούμενος έγινες έμμισθος;
Την περίοδο αυτή, βγάζω το πρώτο μου ρεπορτάζ – σκάνδαλο σε συνεργασία με τη Μαρία Ρουμελιώτου στην εκπομπή “Εν’ Αθήναις” του Γιώργου Τράγκα. Το σκάνδαλο αφορούσε κύκλωμα παράνομης εισαγωγής πούλμαν τα οποία στη συνέχεια δρομολογούσαν στα ΚΤΕΛ μέσα από έναν μηχανισμό που είχαν στήσει κάποιοι μέσω πλαστογραφίας. Τελικά το κύκλωμα εξαρθρώθηκε και πιστεύω ότι βοηθήσαμε σε έναν βαθμό να αποφευχθούν πιθανά ατυχήματα. Τρομερή εμπειρία πάντως, με αίσιο τέλος. Ετσι κατάφερα να γίνω έμμισθος που σημαίνει ότι παραμένω στον σταθμό ενώ μετά τους έξι μήνες απαγορευόταν να παραμένουν οι ασκούμενοι. Η πρώτη αμοιβή ήταν 40.000 δρχ. θυμάμαι. Πάρτυ!
Ο “ΣΚΑΙ” ήταν για μένα τότε ο επίγειος παράδεισος. Από το ισόγειο εώς τους επάνω ορόφους το κτήριο κατακλυζόταν από την ελίτ της δημοσιογραφίας, και όλοι ήταν αστέρες!
Μέσα σε αυτήν την τρέλα και τον ενθουσιαμό, καταφέρνω να πάρω αποστολή ρεπόρτερ – ανταποκριτή στην Καλιφόρνια, όπου δεν υπήρχε ανταποκριτής του “ΣΚΑΙ”, ούτε άλλου ελληνικού σταθμού και με σχετικά καλό για την εποχή μισθό. Ομως η Καλιφόρνια ήταν ήδη πανάκριβη τότε, πράγμα που σήμαινε ότι θα έκανα παράλληλα για να ζήσω την εμπειρία αυτή, οποιαδήποτε δουλειά χρειαζόταν ώστε να επιβιώσω.
Γιατί επέλεξες το “U.C.L.A.”;
Βασικά δεν επέλεξα πανεπιστήμιο, δεν έδωσα πανελλήνιες. Δεν μπορούσα καν να φανταστώ ότι μετά το λύκειο θα συνέχιζα να ζω ως φοιτητής. Θα προτιμούσα να με εκτελέσουν παρά να ζήσω τέτοιο μαρτύριο. Επίσης δεν πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης χρειάζεται πανεπιστήμιο για να γίνει καλλιτέχνης, αλλά σίγουρα το χρειάζεται για να κατανοήσει τη μέθοδο της δουλειάς και της επιστημονικότητας του αντικειμένου του.
Στο “U.C.L.A.” όπως και σε όλα τα δημόσια πανεπιστήμια της Αμερικής, αν είσαι αμερικανός πολίτης, μπορείς να παρακολουθήσεις μαθήματα εκτός προγράμματος κανονικής φοίτησης και να πληρώσεις μόνο τα μαθήματα ή τα εργαστήρια που θα επιλέξεις με πολύ χαμηλές χρεώσεις. Κάπως έτσι, χωρίς να το φανταστώ ποτέ, βρέθηκα σε εργαστήρια, στα απίστευτα στούντιο στα οποία οι άνθρωποι κάνουν γυρίσματα, παρακολούθησα πολύ ενδιαφέρουσες ομιλίες στο αμφιθέατρο της σχολής, όπου το πρόγραμμα συμπεριλάμβανε καθημερινά από ομιλίες θεωρητικού ενδιαφέροντος, μέχρι διαξιφισμούς σε ζητήματα φλέγοντα. Η πιο σημαντική όμως στιγμή στη σχολή, ήταν αυτή που ανακάλυψα τον πίνακα ανακοινώσεων, όπου αμέτρητες αγγελίες ζητούν φοιτητές να εργαστούν σε παραγωγές, είτε ως άμισθοι μαθητευόμενοι, είτε ως συμβολικά αμειβόμενοι. Εκεί, ένιωσα ότι βρήκα το κλειδί – μπροστά στον “Μαγικό Πίνακα”.
Και εκεί αρχίζεις να δουλεύεις για πρώτη φορά σε γύρισμα….
Όντως, σύντομα εργαζόμουν σε γυρίσματα μικρών ταινιών ως βοηθητικός τεχνικός, και μπορώ να πω ότι η εμπειρία μου στο μαστοριλίκι εκεί με έσωσε κυριολεκτικά. Το τι εργαλείο κουβαλάει μαζί του ένα συνεργείο δεν περιγράφεται. “Φέρτε μαστόρια καιγόμαστε”, πάντα υπάρχει ανάγκη. Έτσι δικτυώθηκα πολύ σύντομα, ενώ μετά από ένα σημείο, δούλευα διαρκώς. Η εργασιομανία μου είχε βρει έδαφος στο νέο αυτό περιβάλλον και είχα συντονιστεί τόσο πολύ στον ρυθμό του, που τη σχολή την είχα ξεχάσει. Σαν να άνηκε στην περίοδο προσαρμογής….
Είχες σκεφτεί να σκηνοθετήσεις εκεί;
Σωστή ερώτηση. Ποτέ μα ποτέ, δεν έθρεψα την αυταπάτη να γίνω σκηνοθέτης στο Λος Άντζελες ή γενικά στην Αμερική. Ακόμα θυμάμαι κάποιους φοιτητές που ήταν υπερβολικά φιλόδοξοι, να δηλώνουν ότι το στοίχημα είναι η Αμερική και ότι θα κάνουν τα πάντα για να σκηνοθετήσουν εκεί. Μέσα μου ένιωθα ότι αεροβατούσαν. Ναι, είναι στοίχημα αν συνδυαστούν μερικά εκατομμύρια δολλάρια, με το να ξέρεις άριστα αγγλικά και τον αμερικάνικο κώδικα των Χολυγουντιανών. Δηλαδή μερικές δεκαετίες σκληρής δουλειάς, αν είσαι γρήγορος και φορτωμένος. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση που είδα με τα μάτια μου, τσέχος νεαρός σκηνοθέτης, με φουλ ταλέντο και γνωστικό υπόβαθρο, 30 χρονών και να τον φέρνουν με συμβόλαιο… Εννοείται, αυτό είναι το Χόλυγουντ, με τη διαφορά ότι αυτό επιλέγει, δεν το επιλέγεις.
Δεν το εξοραίζω, απλά διατυπώνω τις αναμνήσεις μου.
Άρα η δουλειά μου και αυτό που με έκαιγε, ήταν να τα πάω όσο καλύτερα μπορούσα με τον ρόλο του ρεπόρτερ – ανταποκριτή και φυσικά να παραταθεί η περίοδος παραμονής μου για όσο μπορέσω.
Τα βράδια (εν ώρα Ελλάδος), με λεξικά ανά χείρας, τηλεόραση και το τηλέφωνο δίπλα, έγραφα τις ανταποκρίσεις μου. Μια από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου, για την οποία πρέπει να ευχαριστήσω τον Γιάννη Αλαφούζο και τον Γιάννη Σπανολιό που ενέκριναν την αποστολή και έτσι κατάφερα να μείνω στην Καλιφόρνια με αυτόν τον τρόπο για ενάμιση χρόνο.
Τον Σεπτέμβρη του ’93, κλήθηκα να επιστρέψω στην Αθήνα και να εργαστώ στο τηλεοπτικό κανάλι που άνοιγε τότε ο “ΣΚΑΙ”. Φυσικά ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα να παραμείνω στην Αμερική μετά την πρόταση και έτσι σύντομα ήμουν στο αεροδρόμιο του “Ελληνικού”. Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που αποβιβάζομαι και χωρίς να το σκεφτώ, πέφτω στο δάπεδο και φιλάω την άσφαλτο του αεροδρομίου. Τόσο πολύ χαιρόμουν που επέστρεφα στη Ελλαδίτσα μου, παρότι ήξερα ότι αφήνω έναν κόσμο άκρως προηγμένο, αξιοκρατικό και ιδιαίτερα προνομιούχο.
Όμως κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα και φυσικά κανείς δεν μπορεί να ζει μεταξύ Αμερικής και Ελλάδας με όρους καθημερινότητας. Ήμουν πολύ βέβαιος ότι έπρεπε να συνεχίσω τη μαθητεία μου στην Ελλάδα, να ζω εδώ, να δημιουργώ εδώ και να είμαι μέρος αυτού του πολιτισμού.
Είσαι λάτρης της ιστορίας και ερευνητής ιστορικών ντοκιμαντέρ. Τι ήταν αυτό που σε τράβηξε σε αυτό το είδος;
Όσο καλύτερα γνωρίζουμε τις ρίζες μας, τόσο καλύτερα προσανατολιζόμαστε. Σαφώς η ιστορία έχει μεγάλο ενδιαφέρον και θέλει πολύ μελέτη που δεν τελειώνει ποτέ. Βέβαια κρύβει και πολλές παγίδες. Σίγουρα μας βοηθάει να μάθουμε για το παρελθόν μας και από που ερχόμαστε. Υπάρχει καλύτερος τρόπος να προσεγγίσουμε το ερώτημα : Που οδεύουμε?
Πρόσφατα παρουσίασες ένα κινούμενο σχέδιο με θέμα τη γαστρονομία του αρχαιοελληνικού κόσμου στο “1ο συμπόσιο ελληνικής γαστρονομίας” που διοργάνωσε ο “Ε.Ο.Τ.”.Τι ακριβώς ήταν αυτό που παρουσίασες ;
“Η γαστρονομία του αρχαίου ελληνικού κόσμου”, είναι μια ταινία 10 λεπτών η οποία επιχειρεί να παρουσιάσει τα σημαντικότερα σημεία μιας προϊστορικής τέχνης που ξεκινά από τις Μυκήνες και φτάνει σχηματικά στα χρόνια του Περικλή. Η δουλειά είναι όλη σε τεχνική Cartoon με πρωτότυπα σχέδια, πάνω σε σενάριο αφήγησης από την αρχή εώς το τέλος. Ο σχεδιαμός των χαρακτήρων ολοκληρώθηκε στα προγράμματα Adobe Photoshop – Adobe Illustrator ενώ το animation ολοκληρώθηκε στα Adobe After Effects & Unreal Engine.
Παράλληλα με την ταινία αυτή, παρουσιάσαμε μια ενότητα 8 λεπτών, με σκηνογραφικές σεκάνς του βυζαντινού κόσμου, για την ενότητα της βυζαντινής και μοναστηριακής κουζίνας, με τεχνική 3D animation.
Επίσης είχα τη χαρά να επιμεληθώ την παρουσίαση των ιστορικών αφισών του “Ε.Ο.Τ.” σε 8 ανεξάρτητες ενότητες βίντεο.
Ευχαριστώ θερμότατα την πρόεδρο του “Ε.Ο.Τ.” την εξαιρετική, υπερδραστήρια κα Άντζελα Γκερέκου για την τιμή αυτής της συνεργασίας και το δημιουργικό τμήμα του “Ε.Ο.Τ.” που είναι άπαιχτο.
Παραθέτω links
https://www.youtube.com/playlist?list=PLorcUSIuXuy6ao67Hx4atjAyAK4dW4xQb
Επηρέασε η καλλιτεχνική σου φύση την προσωπική σου ζωή;
Όχι την επηρέασε απλά, τη διαμόρφωσε κυριολεκτικά. Μπορεί να συμβεί κάτι αύριο και να βρεθώ στη Σαχάρα χωρίς βενζίνη και χωρίς νερό. Λοιπόν είμαι βέβαιος ότι πριν ξεψυχήσω στην άμμο, θα ανακαλύψω μια όαση, ή μια πλάκα που κρύβει μαγικούς κήπους, ή στην έσχατη θα εμφανιστεί μια ομάδα από εξερευνητές ή αρχαιολόγους ή απλούς καμηλιέρηδες και ότι σύντομα θα είμαι ή ο σκηνοθέτης τους ή ο καθοδηγητής τους σε νέες περιπέτειες. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου επίσης, είμαι βέβαιος ότι το ίδιο βράδυ θα είμαι σε κάποιο εξωτικό μπαρ με κάποια καλλονή είτε αυτή ανήκει στο γκρουπ των αρχαιολόγων είτε των καμηλιέρηδων σε νέες ερωτικές περιπτύξεις…
Η φαντασία του ανθρώπου έχει απεριόριστη δύναμη γιατί είναι ο προθάλαμος του μεταφυσικού μας κόσμου. Με τη φαντασία προβάλλουμε σε αυτόν, ενώ τα όνειρα προβάλλονται από αυτόν!
Τι θα έλεγες σε ένα παιδί που θαυμάζει τη δουλειά σου και θέλει να την ακολουθήσει.
Θα του έλεγα να μην πέσει στην παγίδα, να ακολουθήσει μονάχα τον εαυτό του, να υπηρετήσει αυτό που αφορά εκείνον, όχι εμένα, ή κάποιον άλλον.
Κλείνοντας θα ήθελες να προσθέσεις κάτι, να μοιραστείς κάτι μαζί μας;
Η ζωή κατά την περίοδο που περιέγραψα δεν είχε μόνο αυτήν την πλευρά, της προόδου. Εννοείται πως πάντα υπάρχουν διαστήματα δημιουργικότητας και προόδου, όπως υπάρχουν και διαστήματα λιγότερο δημιουργικά.
Πότε είμαι ευτυχισμένος, πότε είμαι βαθύτατα απογοητευμένος και πολλές φορές νιώθω ότι όλα είναι υποκριτικά, μάταια και ρηχά. Όμως η φαντασία, μας βοηθά να επινοήσουμε το ωραίο εκεί που δεν υπάρχει και, αν ένας άνθρωπος πιστέψει σε εμάς, τότε αξίζει να συνεχίσουμε!
Σας ευχαριστώ πολύ !
Όποιος θέλει να δει τα τελευταία ντοκιμαντέρ του Νίκου Ζάππα μπορεί στον παρακάτω σύνδεσμο https://pointerpictures.wixsite.com/website
Όποιος επιθυμεί να επικοινωνήσει μαζί του μπορεί στην σελίδα του στο FB https://www.facebook.com/profile.php?id=100069941122872