Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

1 min read

Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

 

Αναλύοντας ετυμολογικά την λέξη “παραμύθι” θα δούμε ότι προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “παραμυθούμαι” που σημαίνει παρηγορώ, ανακουφίζω (Μπαμπινιώτης, 2010). Από την ανάλυση και μόνο της λέξης προκύπτει ότι σκοπός του παραμυθιού είναι να παρηγορήσει και να ανακουφίσει τον ακροατή ή τον αναγνώστη μέσα από την φανταστική πλοκή και τους ήρωες (Σταματάκος, 1994). Το παραμύθι επομένως, γίνεται ένα εργαλείο που κατευνάζει τον ψυχικό πόνο και μπορεί να απαντήσει σε βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα όπως είναι ο θάνατος και άλλα.


 

Από την αρχαιότητα στους περισσότερους πολιτισμούς το παραμύθι κατείχε πολύ σημαντικό ρόλο στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών καθώς θεωρήθηκε εκπαιδευτικό εργαλείο.

Ωστόσο, η σημασία του δεν είναι μόνο παιδαγωγική αλλά και ψυχολογική. Σύμφωνα με την ψυχανάλυση, το παραμύθι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα επίλυσης συγκρούσεων αλλά και ως ένα μοντέλο που αντικατοπτρίζει την διαδικασία ωρίμανσης του ατόμου.


Αυτό σημαίνει ότι το παιδί περνά από κάποια πολύ σημαντικά αναπτυξιακά στάδια που μπορούν να καθορίσουν τη σχέση του με τον εαυτό του και με τους άλλους. Το παραμύθι μέσα από την θεματική του και την πλοκή του μπορεί να επωφελήσει το παιδί το οποίο σε συμβολικό επίπεδο εκφράζει τις σκέψεις και τις ανάγκες του και να τις ικανοποιεί. Έτσι, στην περίπτωση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος για παράδειγμα, το μικρό αγόρι που επιθυμεί την αποκλειστική αγάπη της μαμάς και βλέπει τον πατέρα ως εμπόδιο, μέσα από το παραμύθι μπορεί να “σκοτώσει” συμβολικά τον πατέρα και να οδηγηθεί στην επίλυση της εσωτερικής σύγκρουσης που βιώνει χωρίς φυσικά τις καταστροφικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει και μόνον η σκέψη αυτή αν ερχόταν στο συνειδητό (Σέργη, 2011).

 

Η επίλυση σημαντικών συγκρούσεων πραγματοποιείται μέσω του μηχανισμού της προβολικής ταύτισης όπου το παιδί μπορεί να ταυτιστεί με κάποιους από τους ήρωες του παραμυθιού ενώ παράλληλα έρχεται σε επαφή με τα αρχέτυπα ψυχολογικά φαινόμενα που συμβολίζουν τις ανάγκες μας. Τα αρχέτυπα αυτά, όπως τα ονόμασε ο Jung αποτελούν το κοινό ασυνείδητο και πρόκειται για εικόνες που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά μέσα στους αιώνες (Καϊλά & Ξανθάκου, 1988). Μέσα από αυτές τις εικόνες, οι συμβολισμοί του παραμυθιού μπορούν να συνδέσουν το συνειδητό με το υποσυνείδητο (Σέργη, 2011).

 Έτσι, για παράδειγμα στο ασυνείδητο, η κακιά μάγισσα μπορεί να ταυτιστεί με μια απειλητική μητέρα, ο δράκος με έναν ευνουχιστικό ή καταπιεστικό πατέρα ενώ τα τρία γουρουνάκια με τα αδέλφια μέσα στην οικογένεια και τους συνανθρώπους μας.

Το παραμύθι, λοιπόν, δημιουργεί ένα απολύτως ασφαλές περιβάλλον μέσα στο οποίο το παιδί μπορεί να κάνει όλες αυτές τις ταυτίσεις υποσυνείδητα και με αυτόν τον τρόπο από τη μία να επιλύσει τις εσωτερικές του συγκρούσεις και από την άλλη να ικανοποιηθεί και να ανακουφιστεί (Campbell, 2001). Αυτό συμβαίνει διότι μεταξύ άλλων το παραμύθι μιλά για θέματα συναισθηματικά φορτισμένα, όπως είναι ο θάνατος, η μάχη για ανεξαρτησία και άλλα. Αυτά τα θέματα προκαλούν αισθήματα ντροπής και άγχους με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε προσπάθεια να επεξεργαστούν σε συνειδητό επίπεδο να μπλοκάρεται. Όμως, το παραμύθι μέσα από τους συμβολισμούς του βοηθά να επικοινωνηθούν αυτά τα θέματα ελεύθερα από λογοκρισία και ενδοιασμούς και να επεξεργαστούν χωρίς καν το παιδί να αντιλαμβάνεται ότι αυτό συμβαίνει (Μερακλής, 2002). Έτσι, ένα παιδί με επιθετικότητα δύσκολα θα μπει σε συζητήσεις σχετικά με αυτήν όμως σε ένα παραμύθι είναι πολύ πιθανό να ταυτιστεί με τον “κακό λύκο” και μέσω του παθήματος του να μπορέσει να έρθει σε επαφή με την δική του επιθετικότητα και αφενός να ικανοποιηθεί από αυτήν (ο κακός λύκος έφαγε το γουρουνάκι) και αφετέρου μέσα από την εμπειρία του κακού λύκου (τον σκότωσε ο κυνηγός) να γνωρίσει και την λογική συνέπεια της. Μάλιστα είναι πολυ πιθανό σε μια τέτοια περίπτωση, το ίδιο το παιδί να μιλήσει σκληρά για τον κακό λύκο και να θέλει οπωσδήποτε να τον τιμωρήσει προβάλλοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο την κριτική και την τιμωρία που δέχεται το ίδιο από το περιβάλλον του όταν φέρεται με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, μέσα από το παραμύθι η διαδικασία της ταύτισης μπορεί να επιλύσει την εσωτερική σύγκρουση που αισθάνεται το παιδί και να λειτουργήσει έτσι θεραπευτικά.

 

Αναφορές

 

Καϊλα, Μ. & Ξανθάκου, Γ. (1988). Η ψυχαναλυτική προσέγγιση του παραμυθιού. Επιθεώρηση παιδικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Καστανιώτης.

 Μερακλής, Μ. Γ. (2002). Τα λαϊκά παραμύθια από τη σκοπιά της ψυχολογίας. Σύγχρονο Νηπιαγωγείο. 

Μπαμπινιώτηες, Γ. (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ιστορία των Λέξεων. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

 Σέργη, Ι. (2011). Κείμενα Λαϊκής παράδοσης και Σύγχρονης Λογοτεχνίας: Συγκριτική Μελέτη σε νήπια. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

 Σταματάκος, Ι. Δ. (1994). Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Σιδηροφάγης.

 Campbell, J. (2001). Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα. Αθήνα: Ιάμβλιχος.

 

Μαρίνα Μποζάνη

Η Μαρίνα Μποζάνη σπούδασε ψυχολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έχει κάνει μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία στο University of Leicester. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων και εξειδικεύσεων που σχετίζονται με την οικογένεια, το παιδί και την τέχνη, μεταξύ των οποίων είναι η σχολική ψυχολογία, η κλινική ψυχολογία παιδιού και εφήβου, η συστημική ψυχοθεραπεία και η θεραπεία μέσω τέχνης. Τα τελευταία χρόνια εκπαιδεύεται στην Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία και την Παιδοκεντρική Παιγνιοθεραπεία. Θεωρεί πως τόσο το παιχνίδι όσο και η τέχνη βοηθούν τα παιδιά να διαχειριστούν τις εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνουν και γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιο για τα παιδιά φροντίζει πάντα να ενσωματώνει και το παραμύθι, είτε με τη μορφή θεραπευτικών ιστοριών που η ίδια γράφει, είτε με τη μορφή της δημιουργικής γραφής, που αποτελεί μια συγγραφική αλληλεπίδραση μεταξύ του παιδιού και της θεραπεύτριας.