Ο Αντονέν Αρτώ (1896-1948) ήταν Γάλλος ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου καθώς επίσης ποιητής και δοκιμιογράφος. Ο βίος του ήταν κάθε άλλο παρά ανεμπόδιστος αφού έμεινε έγκλειστος σε ψυχιατρικές κλινικές για αρκετό χρόνο της ζωής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα 58 ηλεκτροσόκ στα οποία επεβλήθη σε διάστημα δύο μόλις ετών κατά τη διαμονή του στο Άσυλο Ανιάτων του Ροντέζ. Καταστροφικά για την υγεία του αφού εκτός των άλλων ήταν υπεύθυνα για αιμορραγίες στα έντερα, χάσιμο όλων των δοντιών του, φριχτούς πόνους στα κόκκαλα, σπάσιμο πλευρών και όλα αυτά σε συνάρτηση με μία μακροχρόνια κακή διατροφή.
Σύμφωνα με μαρτυρίες οικείων του ο Αρτώ δεν είχε καμία θέση στο ίδρυμα και η εξαθλιωμένη ψυχική και σωματική κατάσταση στην οποία επήλθε με την πάροδο του χρόνου ήταν αποτέλεσμα αυτών των ηλεκτροσόκ που περισσότερο είχαν τον ρόλο τιμωρίας παρά θεραπείας.
Όπως λέει ο ίδιος σε επιστολή του προς τον ψυχίατρο του Ζακ Λατρεμολιέρ, τα αλλεπάλληλα ηλεκτροσόκ τον οδηγούν σε απόγνωση, του διαγράφουν κάθε τι που υπάρχει στη μνήμη, παραλύουν σώμα και σκέψη σε σημείο που θεωρεί τον εαυτό του απόντα. Τόσο που στο τέλος αυτή η απουσία από το είναι του, διαρκεί εβδομάδες καθιστώντας τον ανίκανο να νιώσει την ύπαρξη του.
Υπάρχει μικρός διαχωρισμός μεταξύ των έργων και του βίου του αφού η έννοια της τρέλας γενικότερα αλλά και συγκεκριμένα η δική του «διαταραγμένη» ψυχική κατάσταση αναλύεται από αυτόν σε αρκετά έργα του. Στο βιβλίο του, Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας, ο Αρτώ αναφέρει: «Εγώ σε μια παρόμοια περίπτωση, δε θ’ άντεχα άλλο χωρίς να κάνω έγκλημα, να μου λένε: «Κύριε Αρτώ, δεν ξέρετε τι λέτε», όπως μου συνέβη τόσο συχνά». Κι όμως, παρά τις αντίξοες συνθήκες, ενάντια στην κοινή παραδοχή πως πραγματικά δεν ήξερε τι έλεγε ή ίσως τι έγραφε, ο Αρτώ αγγίζει τα όρια της ευφυΐας. Δεν μπορεί κανείς να μην τον διαβάσει χωρίς να συγκινηθεί.
Τα έργα του είναι επί το πλείστον βιωματικά. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως ο τρελός είναι μια φωτεινή και ανώτερη προσωπικότητα που μια ανάπηρη κοινωνία δε θέλησε ν’ ακούσει και που τον εμπόδισε να διατυπώσει αβάσταχτες αλήθειες γιατί απλά την ενοχλούσαν.
Η γραμμή μεταξύ τρέλας και λογικής είναι εξαιρετικά λεπτή. Δύο καταστάσεις εκ διαμέτρου αντίθετες, φαινομενικά τουλάχιστον, γιατί ενίοτε διατυπώνουν το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο απλά με διαφορετικό τρόπο. Η αλήθεια σε αυτόν ακριβώς τον ισχυρισμό γίνεται έκδηλη από γεγονότα των οποίων η εξέλιξη εντελώς απροσδόκητα από ευνοϊκή μετατρέπεται σε δυσάρεστη, ακόμη και φριχτή. Τόσο φριχτή που η μόνη διέξοδος είναι η δημιουργία μιας αντισυμβατικής θεώρησης των πραγμάτων, την εισαγωγή ενός άλλου φορέα αλήθειας.
Μήπως όμως τελικά αυτό που χαρακτήριζε τον Αρτώ δεν ήταν μια τάση αποφυγής της πραγματικότητας αλλά μια συνθήκη πλήρους διαύγειας; Αθεράπευτο Ντελίριο, αυτή ήταν η διάγνωση για την πνευματική του «σύγχυση» που όποιος όμως τον έχει διαβάσει θα διαπιστώσει πως στα γραπτά του δεν υπάρχει ούτε ασάφεια ούτε κάποιο ίχνος αντιφατικότητας.
Όσο σκοτεινός ή δυσνόητος και αν θεωρήθηκε για τα δεδομένα της εποχής, όσο παράδοξες και να ήταν για κάποιους οι πεποιθήσεις του, ο Αρτώ πατούσε πάνω σε εκείνη τη διαχωριστική γραμμή που θέλει τους ανθρώπους να βηματίζουν πότε στο μονοπάτι της μεγαλοφυΐας και πότε σε ένα άλλο που παραδοσιακά ονομάζεται τρέλα.
Σε αυτό το σημείο, θα συμφωνούσε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος σύμφωνα με τον Σενέκα φέρεται να λέει:
Nullum magnum ingenium sine mixtura dementiae fuit (Δεν υπήρξε καμιά μεγαλοφυΐα χωρίς κάποια δόση παραφροσύνης).