«Από τότε που κατάλαβα πως υπάρχεις, μου είναι αδύνατον να σε ξεχάσω. Κοιμάμαι και ξυπνάω με σένα στο μυαλό. Ορίζεις πλέον όλο μου το είναι.»
Λόγια εξάρτησης από μια σχέση αγάπης και μίσους που λίγο πολύ αναπτύσσουμε οι περισσότεροι από μας σε κάποια φάση της ενήλικης ζωής μας. Εφόσον βέβαια ανήκουμε στους τυχερούς που δεν μας έχει ήδη πλήξει η μάστιγα του, ακόμη και ως παιδιά. Και ο λόγος για το περιβόητο άγχος. Ένα σκαλοπάτι που ανεβαίνουμε ή μάλλον κατεβαίνουμε κατά τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση.
Θα λέγαμε πως σε κάποιο ορισμένο βαθμό, αυτό το αγωνιώδες συναίσθημα λειτουργεί «θετικά» με την προϋπόθεση πως πατάει την σκανδάλη του όπλου που ονομάζεται απραξία. Για παράδειγμα κάποιος που είναι άνεργος δεν πρόκειται ποτέ του να βρει δουλειά εάν δεν αισθανθεί να τον ζώνουν τα φίδια, έτσι τοποθετώντας το με απλά ελληνικά. Αντίστοιχα, ο μαθητής που πρόκειται να γράψει διαγώνισμα συχνά κινητοποιείται από αυτό.
Όμως το άγχος δεν είναι ή δεν θα έπρεπε να ορίζει το ποιοι είμαστε ούτε μας δένει κάποιο συμβόλαιο με αυτό. Κι αν κάποτε το υπογράψαμε, ας νιώσουμε ελεύθεροι να το σκίσουμε. Ποινική ρήτρα ως συνέπεια υπαναχώρησης απλά δεν υπάρχει. Το περίεργο είναι πως αυτά που το πυροδοτούν δεν είναι πάντα υπαρκτοί φόβοι αλλά διογκωμένες καταστάσεις στο κεφάλι μας. Δεν είναι αστείο που πολλές φορές έχουμε το λεγόμενο «προκαταβολικό άγχος»; Δηλαδή, πριν καλά – καλά συμβεί κάτι, εμείς αγχωνόμαστε για το ΕΑΝ.
Τρία μόνο γράμματα έχει αυτή η λέξη και μας καταδιώκουν με ένα δρεπάνι στο χέρι. Κάλλιστα μπορούν να αντικατασταθούν με τα εξής: ΌΤΑΝ…. ΘΑ. Βέβαια, υπάρχει και η έννοια του προνοώ όπως έλεγαν και οι παλιοί: «Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». Δεκτό κι αυτό, αρκεί στην κατσαρόλα των πόθων, φόβων και παθών να μη βράζουμε εμείς.